- νιτροβενζοϊκός
- -ή, -όφρ. «νιτροβενζοϊκό οξύ»χημ. αζωτούχα οργανική ένωση, νιτροπαράγωγο τού βενζοϊκού οξέος, που απαντά με τη μορφή τριών ισομερών του.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο συνθ., πρβλ. γαλλ. nitrobenzoique < νιτρ(ο)-* + βενζοϊκός].
Dictionary of Greek. 2013.